- σουλιώτικος
- -η, -οαυτός που αναφέρεται στο Σούλι ή προέρχεται από αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουλιώτικος — η, ο, Ν [Σούλι / Σουλιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σούλι ή στους Σουλιώτες … Dictionary of Greek